- μπατάλης
- ο, θηλ. -άλισσα και -άλα, ουδ. -ικο1. (για πρόσωπα) υπερβολικά μεγαλόσωμος, πλαδαρός, άκομψος, άχαρος και δυσκίνητος3. (για πράγματα) χονδροειδής, κακότεχνος.[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. battal].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μπατάλης, -α, -ικο — (λ. τουρκ.), δυσκίνητος, πλαδαρός, άχαρος: Έγινε μπατάλης από την τεμπελιά του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μπαταλεύω — [μπατάλης] 1. γίνομαι μπατάλης, γίνομαι χοντρός, πλαδαρός, άχαρος και δυσκίνητος … Dictionary of Greek
μπαταλιάζω — [μπατάλης] καθιστώ κάτι άχρηστο … Dictionary of Greek
μπατάλικος — η, ο [μπατάλης] μπατάλης … Dictionary of Greek
μπάταλος — ο πολύ μπατάλης. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. battal] … Dictionary of Greek
μπατάλεμα — το [μπαταλεύω] το να γίνεται κανείς μπατάλης … Dictionary of Greek
μπατάλικος — η, ο ο μπατάλης (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)